- ἀρακίς
- ἀρᾰκίς, ίδος, ἡ, and [full] ἀρᾰκίσκος, ὁ, Dims. of ἄρακος, Gal.19.85.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρακίδας — ἀρακίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)